αγριαγκινάρα

αγριαγκινάρα
και αγριογκινάρα, η Βοτ.
διάφορα είδη αγκινάρας τής τάξης των συνθέτων (Compositae), άγρια ή κηπευτικά: 1. το είδος Cinara sibthorpiana
2. το είδος Cinara cardunculus και η ποικιλία του Cinara horrida (αλλιώς αγριοκουκούτσα ή απλώς κουκούτσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγριοκινάρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Cynara — Seedheads of Artichoke Thistle Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) …   Wikipedia

  • αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • αγριογκινάρα — η βλ. αγριαγκινάρα …   Dictionary of Greek

  • κάκτος — ο και η (Α κάκτος) νεοελλ. βοτ. κοινή ονομασία τών φυτών τής οικογένειας κακτίδες | αρχ. 1. είδος τού φυτού κυνάρα, κν. αγριαγκινάρα 2. ο καρπός τής κυνάρας 3. το φύλλο τού καρπού τής κυνάρας, το οποίο τρώγεται, εκτός από το αγκάθι που έχει στην… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”